- μυριάκριβος
- -η, -ο (Μ μυριάκριβος, -η, -ον)1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.)2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ἀκριβός].
Dictionary of Greek. 2013.